Τ’ λέει η μπάρμπας τ’: “Τώρα π’ παντρολουγιέσι, ανηψούδ’, πρέπ’ να ράψεις κι από κανένα σώβρακου”.
Αγουράζ’ η Μήτσους καμπόσου χασέ κάτασπρου, ραβ’ δυό σώβρακα, πιρίσσεψι κιόλας.
Κινάν, η Μήτσους κι η μπάρμπας τ’ μη τα μ’λάρια να πάνι για του προυξινιό. Στου δρόμ’, τ’ς έρχεται της Μήτσους η γιανάγκη τ’, μη του συμπάθειου. Στέκ’νται, βγάζ’ η Μήτσους του σώβρακου, του κρειμάει στ’ν αγκαθιά, κάνει τη δ’λειά τ’, σηκώνητι κι φεύγ’γνι. Του σώβρακου απουμέν’ στ’ν αγκαθιά!
Στ’ς νύφ’ς τώρας, κάθ’νται κι βλέπ’ντι. Κάν’ έτσ’ η Μήτσους, κάθητι σταυρουπόδ’, σηκώνητι κι η φουστανέλλα τ’. Η νύφ’ κι οι δυό αδερφάδες της βλέπουνι και σέρν’νι τ’ φουνή: “Ιιιιιιι…” - κι σφαλίζουν του ένα μάτ’, αλλά γλιέπουν μη τ’ άλλου.
Κι η Μήτσους, ‘πηρήφανους για τ’ σώβρακό τ’: “Αυτό δεν είνι τίπουτας… Ιέχου άλλες δυό πήχες στου σπίτ’!”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου