Μα ξέρω τα τελευταία γεγονότα της ζωής της.
Εργάτες την ξαπλώσανε, φαρδιά πλατιά, πάνω στο χώμα.Διαβάτες την ποδοπατήσανε, μέρες ολόκληρες κι αυτή άντεξε.
Μέχρι να στρωθεί και πάλι το πεζοδρόμιο μπροστά στην τράπεζα.
Και τότε, τη σηκώσανε. Μα δεν ξέρανε τι να την κάνουν. Ποιος την ήθελε τώρα; Μια βαριά ξύλινη πόρτα.
Λίγα μόνο μέτρα πιο κει, πίσω από το μεταλλικό κουτί, στη Στρατολογία, την ακούμπησαν.Κι εκεί στέκει ακόμη.
Τώρα χαζεύει τα αυτοκίνητα που μαρσάρουν στην ανηφόρα και περιμένει κάθε μέρα τους αφισοκολλητές, να ενημερωθεί τι παίζει στα μαγαζιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου